θεροκοπώ

θεροκοπώ
(Μ θεροκοπῶ, -έω)
θερίζω συνεχώς και με ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + -κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο-κοπώ, μεθο-κοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”